Ετυμολογία

επεξεργασία
transeo < trans + eo

transeo

  1. μεταβαίνω, περνώ
  2. διέρχομαι, διαβαίνω
  3. μεταβάλλω, μεταμορφώνω
  4. παρέρχομαι
  5. διεξέρχομαι
  6. παραλείπω
  7. διάγω