Ετυμολογία

επεξεργασία
transcripteur < transcription

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
transcripteur transcripteurs

transcripteur (fr) αρσενικό

  1. καταγραφέας (το πρόσωπο)
  2. καταγραφέας (το όργανο)

Συγγενικά

επεξεργασία