transcripteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- transcripteur < transcription
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
transcripteur | transcripteurs |
transcripteur (fr) αρσενικό
- καταγραφέας (το πρόσωπο)
- καταγραφέας (το όργανο)