transakcio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- transakcio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transakcio | transakcioj |
αιτιατική | transakcion | transakciojn |
transakcio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transakcio | transakcioj |
αιτιατική | transakcion | transakciojn |
transakcio (eo)