tonsilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tonsilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tonsilo | tonsiloj |
αιτιατική | tonsilon | tonsilojn |
tonsilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tonsilo | tonsiloj |
αιτιατική | tonsilon | tonsilojn |
tonsilo (eo)