Ετυμολογία

επεξεργασία
to one's credit < → δείτε τις λέξεις to, one's και credit

  Έκφραση

επεξεργασία

to one's credit (en)

  • (ιδιωματισμός) προς τιμήν κάποιου, που κάνει κάποιον να αξίζει έπαινο ή σεβασμό
    The fact that he admitted it is to his credit.
    Το ότι το παραδέχτηκε είναι προς τιμήν του.