Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tire-pied < tirer + pied

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
tire-pied tire-pied
και tire-pieds

tire-pied (fr) αρσενικό