tire-pied
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tire-pied | tire-pied και tire-pieds |
tire-pied (fr) αρσενικό
- δερμάτινος ιμάντας που χρησιμοποιούν οι υποδηματοποιοί για να στερεώνουν το εργόχειρό τους στα γόνατά τους