ενικός         πληθυντικός  
tiraillement tiraillements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tiraillement (fr) αρσενικό

  1. συνεχές τράβηγμα
  2. (μεταφορικά) η δυσκολία λήψης κάποιας απόφασης λόγω ενδοιασμών μεταξύ διαφόρων απόψεων