Ετυμολογία

επεξεργασία
tiré à part → δείτε τις λέξεις tiré και à part

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
tiré à part tirés à part

tiré à part (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη tirer