tiré à part
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
tiré à part | tirés à part |
tiré à part (fr) αρσενικό
- μέρος ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού που δημοσιεύεται ξεχωριστά σαν φυλλάδιο ή βιβλιαράκι, ανάτυπο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη tirer