Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tile tiles

tile (en)

  1. πλακάκι, πλακίδιο
  2. tile, rooftile, roof tile: κεραμίδι
  3. ψηφίδα, μικροπλακίδιο
ενεστώτας tile
γ΄ ενικό ενεστώτα tiles
αόριστος tiled
παθητική μετοχή tiled
ενεργητική μετοχή tiling

tile (en)

  1. πλακοστρώνω, τοποθετώ πλακάκια
  2. κεραμοσκεπώνω, τοποθετώ κεραμύδια
  3. επιψηφιδώνω, ψηφιδώνω, ψηφιδοστρώνω, τοποθετώ ψηφίδες