tile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tile | tiles |
tile (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | tile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tiles |
αόριστος | tiled |
παθητική μετοχή | tiled |
ενεργητική μετοχή | tiling |
tile (en)
- πλακοστρώνω, τοποθετώ πλακάκια
- κεραμοσκεπώνω, τοποθετώ κεραμύδια
- επιψηφιδώνω, ψηφιδώνω, ψηφιδοστρώνω, τοποθετώ ψηφίδες