thermometer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thermometer | thermometers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαthermometer (en)
- το θερμόμετρο
- ⮡ The thermometer indicates an increase in temperature.
- Το θερμόμετρο δείχνει άνοδο της θερμοκρασίας.
- ⮡ The thermometer indicates an increase in temperature.