ενικός         πληθυντικός  
theft thefts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

theft (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η κλοπή
    ⮡  A ring of young people committed thefts.
    Σπείρα νεαρών διέπραξε κλοπές.

Συνώνυμα

επεξεργασία