Ετυμολογία

επεξεργασία
the year before last < → δείτε τις λέξεις the, year, before και last

  Έκφραση

επεξεργασία

the year before last (en)

  • (ιδιωματισμός) προπέρυσι, προπέρσινος
    ⮡  Certain products cost three times as much as the year before last.
    Ορισμένα προϊόντα κοστίζουν τριπλάσια από πρόπερσι.
    ⮡  the earthquake we had the year before last - ο προπέρσινος σεισμός