tezo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tezo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tezo | tezoj |
αιτιατική | tezon | tezojn |
tezo (eo)
- η θέση, το επιχείρημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tezo | tezoj |
αιτιατική | tezon | tezojn |
tezo (eo)