terapio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- terapio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terapio | terapioj |
αιτιατική | terapion | terapiojn |
terapio (eo)
- η θεραπεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terapio | terapioj |
αιτιατική | terapion | terapiojn |
terapio (eo)