Ετυμολογία

επεξεργασία
tendril < μέση γαλλική tendrillon («οφθαλμός, βλαστός, χόνδρος»), ίσως ένα από τα υποκοριστικά του tendron («χόνδρος») < παλαιά γαλλική tendre («μαλακός, απαλός») Δείτε tender (επίθετο, ρήμα) < λατινική tendere («τεντώνω, επεκτείνω»)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɛn.dɹəl/ & /ˈtɛndrəl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tendril (en) (πληθυντικός: tendrils)