teknokrato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- teknokrato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teknokrato | teknokratoj |
αιτιατική | teknokraton | teknokratojn |
teknokrato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teknokrato | teknokratoj |
αιτιατική | teknokraton | teknokratojn |
teknokrato (eo)