teĥniko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- teĥniko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teĥniko | teĥnikoj |
αιτιατική | teĥnikon | teĥnikojn |
teĥniko (eo)
- η τεχνική
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teĥniko | teĥnikoj |
αιτιατική | teĥnikon | teĥnikojn |
teĥniko (eo)