Ετυμολογία

επεξεργασία

tartaruga < κληρονομημένο από την υστερολατινική < αρχαία ελληνική ταρταροῦχος (Τάρταρος + ἔχω επειδή οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι χελώνες προέρχονταν από τα Τάρταρα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tartaˈruɡa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tartaruga (it) θηλυκό

  1. (ερπετό) η χελώνα
  2. η ταρταρούγα



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tartaruga (pt) θηλυκό