Ετυμολογία

επεξεργασία
tannique < tan

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tannique tanniques
θηλυκό tanniquee tanniquees

tannique (fr) αρσενικό ή θηλυκό