Ετυμολογία

επεξεργασία
talk shit < → δείτε τις λέξεις talk και shit

  Έκφραση

επεξεργασία

talk shit (en) (ιδιωματισμός)

  1. (χυδαίο, αργκό) άλλη μορφή του shit talk
    ⮡  He’s always talking shit about them behind their backs.
    Συνέχεια τους θάβει πίσω από την πλάτη τους.
    ⮡  Who are you talking shit about again?
    Ποιον θάβετε πάλι;
    ⮡  We talked shit about you while you were out.
    Σε θάψαμε την ώρα που έλειπες.