taksimetro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- taksimetro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taksimetro | taksimetroj |
αιτιατική | taksimetron | taksimetrojn |
taksimetro (eo)
- το ταξίμετρο