Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
take action
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
take action
< →
δείτε
τις λέξεις
take
και
action
Έκφραση
επεξεργασία
take action
(en)
(
ιδιωματισμός
)
ενεργώ
⮡
The union decided to
take action
immediately.
Το σωματείο αποφάσισε να
ενεργήσει
αμέσως.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
act