Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tajpujo < tajp(i) + -uj- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική tajpujo tajpujoj
αιτιατική tajpujon tajpujojn

tajpujo (eo)