tajpujo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tajpujo | tajpujoj |
αιτιατική | tajpujon | tajpujojn |
tajpujo (eo)
- (πληροφορική) το κουτάκι, η φόρμα μέσα στην οποία γράφουμε ορισμένα στοιχεία