Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
tacitly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
tacitly
<
tacit
+
-ly
Ουσιαστικό
επεξεργασία
tacitly
(en)
σιωπηρά
, χωρίς κάτι να λέγεται αλλά να υπονοείται
≈
συνώνυμα
:
implicitly
Πηγές
επεξεργασία
tacitly
-
Oxford Learner's Dictionaries