synonymique
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.nɔ.ni.mik/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
synonymique | synonymiques |
synonymique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
synonymique | synonymiques |
synonymique (fr) αρσενικό ή θηλυκό