synergisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
synergisme | synergismes |
synergisme (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) η συνεργασία, η κοινή (θεϊκή και ανθρώπινη) δράση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη synergie