ενικός         πληθυντικός  
syllabaire syllabaires

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

syllabaire (fr) αρσενικό

  1. (γλωσσολογία) συλλαβογραφία
  2. βιβλίο που παρουσιάζει κάθε λέξη με τις συλλαβές που την αποτελούν