swim
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
swim | swims |
swim (en)
- η κολύμβηση
- ↪ You up for a morning swim? I want to get to the beach before the midday crowd arrives.
- Είσαι για μια βουτιά; Θέλω να πάω στην παραλία πριν καταφθάσουν τα μεσημεριανά πλήθη.
- ↪ You up for a morning swim? I want to get to the beach before the midday crowd arrives.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | swim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swims |
αόριστος | swam |
παθητική μετοχή | swum |
ενεργητική μετοχή | swimming |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
swim (en)
- (αμετάβατο) κολυμπώ
- ※ Lights go out and I can't be saved
Tides that I tried to swim against
You've put me down upon my knees.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Clocks, (2002) Coldplay
- ※ Lights go out and I can't be saved
- (αμετάβατο) γυρίζει το κεφάλι
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 445. ISBN 9780194325684., λήμμα: κεφάλι