surrounding
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsurrounding (en) (χωρίς παραθετικά)
- περιβάλλων, γύρω
- ⮡ the surrounding garden of a building - ο περιβάλλων κήπος ενός κτιρίου
- ⮡ the surrounding area - η γύρω περιοχή
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαsurrounding (en)