ενικός         πληθυντικός  
surplus surpluses / surplusses

Ουσιαστικό

επεξεργασία

surplus (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το πλεόνασμα, το παραπάνω, ποσό που είναι επιπλέον ή περισσότερο από αυτό που χρειάζεται
      the coffee surplus - το πλεόνασμα καφέ
      the surplus of labor - το παραπάνω του εργατικού δυναμικού
  2. το πλεόνασμα, το περίσσευμα, το ποσό στο οποίο το χρηματικό ποσό που λαμβάνεται είναι μεγαλύτερο από το χρηματικό ποσό που δαπανάται
      a budget surplus - πλεόνασμα/περίσσευμα προϋπολογισμού