surplus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
surplus | surpluses / surplusses |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
surplus (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το πλεόνασμα, το παραπάνω, ποσό που είναι επιπλέον ή περισσότερο από αυτό που χρειάζεται
- ⮡ the coffee surplus - το πλεόνασμα καφέ
- ⮡ the surplus of labor - το παραπάνω του εργατικού δυναμικού
- το πλεόνασμα, το περίσσευμα, το ποσό στο οποίο το χρηματικό ποσό που λαμβάνεται είναι μεγαλύτερο από το χρηματικό ποσό που δαπανάται
- ⮡ a budget surplus - πλεόνασμα/περίσσευμα προϋπολογισμού
Πηγές
επεξεργασία
- surplus - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: παραπάνω