Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
surplus surpluses / surplusses

  Ουσιαστικό επεξεργασία

surplus (en)

  1. το πλεόνασμα, το παραπάνω
    the surplus of labor - το παραπάνω του εργατικού δυναμικού
  2. υπεραξία

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 661. ISBN 9780194325684. , λήμμα: παραπάνω

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
surplus surplus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

surplus (fr) αρσενικό

  1. το πλεόνασμα
  2. το περίσσεμα