supraĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- supraĵo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | supraĵo | supraĵoj |
αιτιατική | supraĵon | supraĵojn |
supraĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | supraĵo | supraĵoj |
αιτιατική | supraĵon | supraĵojn |
supraĵo (eo)