Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

supersensualism (en) (μόνο ενικός)
υπεραισθητισμός, υπεραισθητικαλισμός, υπεραισθησία:

  1. η υπεραισθησιοκρατία, η υπεραισθησιαρχία, υπερβολικός αισθητισμός/αισθητικαλισμός/sensualism, υπερβολική έμφαση στην αξία των αισθήσεων
  2. (βίωμα ως) αίσθηση πέραν των ανθρώπινων/φυσιολογικών αισθήσεων
  3. θρησκεία, μαγεία, μυθοπλασία κι επίσης πίστη και βιώματα γύρω από αυτές τις έννοιες