subjunktivo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- subjunktivo < subjunktiv- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subjunktivo | subjunktivoj |
αιτιατική | subjunktivon | subjunktivojn |
subjunktivo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subjunktivo | subjunktivoj |
αιτιατική | subjunktivon | subjunktivojn |
subjunktivo (eo)