sturno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sturno | sturnoj |
αιτιατική | sturnon | sturnojn |
sturno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sturno | sturnoj |
αιτιατική | sturnon | sturnojn |
sturno (eo)