sturgo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sturgo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sturgo | sturgoj |
αιτιατική | sturgon | sturgojn |
sturgo (eo)
- (ψάρι) ο οξύρρυγχος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sturgo | sturgoj |
αιτιατική | sturgon | sturgojn |
sturgo (eo)