studfina
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studfina | studfinaj |
αιτιατική | studfinan | studfinajn |
studfina (eo)
- σχετικός με το τέλος των σπουδών
- la studfinaj ekzamenoj - οι τελικές εξετάσεις