Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

striga < strix < (ελληνιστική κοινή) στρίγξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

striga (la) θηλυκό

  1. μάγισσα
  2. κακοποιό πνεύμα που πίνει το αίμα των ανθρώπων



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

striga (ro)