streptokoko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- streptokoko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | streptokoko | streptokokoj |
αιτιατική | streptokokon | streptokokojn |
streptokoko (eo)
- (ιατρική) ο στρεπτόκοκκος