Δείτε επίσης: stimulate

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

stipulate (en)

  1. ορίζω, καθορίζω, προκαθορίζω
  2. θέτω ως προϋπόθεση συμφωνίας

Συνώνυμα επεξεργασία