sterlingo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sterlingo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sterlingo | sterlingoj |
αιτιατική | sterlingon | sterlingojn |
sterlingo (eo)
- η λίρα στερλίνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sterlingo | sterlingoj |
αιτιατική | sterlingon | sterlingojn |
sterlingo (eo)