sterledo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sterledo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sterledo | sterledoj |
αιτιατική | sterledon | sterledojn |
sterledo (eo)
- (ψάρι) ο οξύρρυγχος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sterledo | sterledoj |
αιτιατική | sterledon | sterledojn |
sterledo (eo)