stenografio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- stenografio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stenografio | stenografioj |
αιτιατική | stenografion | stenografiojn |
stenografio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stenografio | stenografioj |
αιτιατική | stenografion | stenografiojn |
stenografio (eo)