stay put
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | stay put |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays put |
αόριστος | stayed put |
παθητική μετοχή | stayed put |
ενεργητική μετοχή | staying put |
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις stay και put (put: τοποθετημένος). Κυριολεκτικά, 'μένω εκεί που είμαι'. Πρώτη γραπτή εμφάνιση, το 1843, αμερικανικό[1]
Έκφραση επεξεργασία
stay put (en)
- παραμένω στο ίδιο σημείο, δεν μετακινούμαι
- (προστακτική) μην το κουνήσεις ρούπι από εδώ!
- επιβιώνω παρά τις αντιξοότητες