Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας stay put
γ΄ ενικό ενεστώτα stays put
αόριστος stayed put
παθητική μετοχή stayed put
ενεργητική μετοχή staying put

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις stay και put (put: τοποθετημένος). Κυριολεκτικά, 'μένω εκεί που είμαι'. Πρώτη γραπτή εμφάνιση, το 1843, αμερικανικό[1]

  Έκφραση επεξεργασία

stay put (en)

  1. παραμένω στο ίδιο σημείο, δεν μετακινούμαι
  2. (προστακτική) μην το κουνήσεις ρούπι από εδώ!
  3. επιβιώνω παρά τις αντιξοότητες

  Αναφορές επεξεργασία

  1. stay put - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)