sprono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sprono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sprono | spronoj |
αιτιατική | spronon | spronojn |
sprono (eo)
- το σπιρούνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sprono | spronoj |
αιτιατική | spronon | spronojn |
sprono (eo)