spontana
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- spontana < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spontana | spontanaj |
αιτιατική | spontanan | spontanajn |
spontana (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spontana | spontanaj |
αιτιατική | spontanan | spontanajn |
spontana (eo)