spiritualis
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- spiritualis < spiritalis < spiritus + -alis < spiro < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)peys- (αναπνέω)
Επίθετο επεξεργασία
spiritualis (& spīritālis)
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στην πνοή, στον αέρα ή στον άνεμο
- πνευματικός