Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

spillo (it)

  1. καρφίτσα
  2. (μεταφορικά) κάτι μυτερό που τερματίζει σαν καρφίτσα, πχ τα τακούνια