spammeur
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
spammeur | spammeurs |
spammeur (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) αυτός που κάνει κατάχρηση ενός δικτύου για διαφημιστικούς σκοπούς
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
spammeur | spammeurs |
spammeur (fr) αρσενικό