sonprenilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sonprenilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonprenilo | sonpreniloj |
αιτιατική | sonprenilon | sonprenilojn |
sonprenilo (eo)
- το πικ απ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonprenilo | sonpreniloj |
αιτιατική | sonprenilon | sonprenilojn |
sonprenilo (eo)