Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

solicitous < solicit

  Επίθετο επεξεργασία

solicitous (en)

  1. που ανησυχεί, προβληματίζεται για κάτι
  2. που επιδιώκει να πετύχει κάτι